ἔρυμα

ἔρυμα
ἔρυμα (ἐρύομαι): a protection; χροός, Il. 4.137†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έρυμα — ἔρυμα, τό (AM) [ερύω (II)] 1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.) 2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῡν», Θουκ. β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

  • ἔρυμα — fence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρυμ' — ἔρυμα , ἔρυμα fence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυμάτων — ἔρυμα fence neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύμας — Ἐρύμᾱς , Ἐρύμας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύμασι — Ἐρύμᾱσι , Ἐρύμας masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύμασι — ἔρυμα fence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύμασιν — Ἐρύμᾱσιν , Ἐρύμας masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύμασιν — ἔρυμα fence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύματα — ἔρυμα fence neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύματι — ἔρυμα fence neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”